- κερατοφόρα
- κερατοφόροςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερατοφόρος — κερατοφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
πασανία — (pasania). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των φηγιδών, με περίπου 100 είδη, που ζουν στη νοτιοανατολική Ασία, εκτός από ένα είδος που είναι ιθαγενές της Καλιφόρνιας. Είναι δέντρα αειθαλή, με φύλλα επαλλάσσοντα, ακέραια ή οδοντωτά, με μικρό… … Dictionary of Greek